μετοχική

μετοχική
μετοχικός
relating to a partnership
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετοχικῇ — μετοχικός relating to a partnership fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • μετοχικός — ή, ό (ΑΜ μετοχικός, ή, όν) [μετοχή] 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή νεοελλ. 1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • νοητών — νοητῶν, οῡσα, όν (Μ) νοερός, νοητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη < νοητός + μετοχική κατάλ. ών] …   Dictionary of Greek

  • ΕΤΒΑ — (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης). Τράπεζα που ιδρύθηκε ως δημόσια επιχείρηση το 1964 με τον νόμο 4366, μετά από τη συγχώνευση του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (OXOA), του Οργανισμού Βιομηχανικής Αναπτύξεως και του… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρώυτερ — Βρετανικό πρακτορείο τύπου. Προήλθε από το γραφείο ειδήσεων, που ίδρυσε το 1851 στο χρηματιστήριο του Λονδίνου ο Ιούλιος Ρώυτερ. Μετοχική εταιρεία αρχικά, έγινε το 1916 ανώνυμη, ενώ παράλληλα εξελίχτηκε σε πρακτορείο γενικών πληροφοριών. Από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”